Βιβλίο:ΗΒ021: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Μακεδονομάχοι
Βιβλίο:ΗΒ021
(Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 – 1912))
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
[[Κατηγορία:Ηλεκτρονικά Βιβλία]]
 
{{DISPLAYTITLE:Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 – 1912)}}
<div id="CustomDisplayTitle" style="display: none;">Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 –1912), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 2014 </div>
{{DEFAULTSORT:Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 – 1912)}}
<div id="CustomSourceText" style="height:10px"></div>
<div id='CustomDisplayTitle' style='display: none;'>Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετ...</div>
 
<div id='CustomSourceText'></div>
[[Αρχείο:ΗΒ021-01.jpg|frame|centre|700px|<div style="text-align:center;">''Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 –1912), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 2014  (ΗΒ021)''</div>|σύνδεσμος=Special:FilePath/ΗΒ021-01.jpg]]<br />Το Μοναστήρι (ή Βιτώλια) και η ευρύτερη περιοχή του διετέλεσαν ήδη από την αρχαιότητα (ως Ηράκλεια) σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Μακεδονίας, λόγω της καίριας γεωστρατηγικής της θέσης. Κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας η πόλη του Μοναστηρίου εξελίχθηκε σε μείζον διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των δυτικών συνόρων, με αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αύξηση και την οικονομική ενδυνάμωση. Από τις περιγραφές των Ευρωπαίων περιηγητών, αντιλαμβανόμαστε μία ειδυλλιακή πόλη, πολιτισμικά ενδιαφέρουσα με ιδιαίτερα αξιοσημείωτη αγορά. Περίοδος τομή αποτελεί το τέλος του 18ου αιώνα, οπότε συρρέουν στην πόλη εκδιωχθέντες βλαχόφωνοι Έλληνες από τις επιδρομές των Τουρκαλβανών στην περιοχή της Μοσχόπολης. Ο γενικότερος αναβρασμός του 19ου αιώνα και η διαμάχη για την κατάκτηση εδαφών της διαφαινόμενης πτώσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα εμφανίσει το πλέον σκληρό του πρόσωπο στη Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα στην περιοχή του Μοναστηρίου. Στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα θα κορυφωθεί η ένοπλη και η διπλωματική διαμάχη, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, με κύριες εκφάνσεις τον ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα (1904–1908) από τη μία και την επανάσταση του Ίλιντεν (1903) από την άλλη. Αποτέλεσμα αυτής της εθνοτικής συνύπαρξης στο Μοναστήρι, που συναντάται και σε άλλα αστικά κέντρα της Μακεδονίας στην περίοδο της οθωμανοκρατίας, ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα να αποτελείται από Τούρκους και Τουρκαλβανούς (περίπου 40-45%), Έλληνες (περ. 25-30%: ελληνόφωνους, βλαχόφωνους, αλβανόφωνους και σλαβόφωνους), Βούλγαρους ή Σλάβους (περίπου 15%), Εβραίους (περ. 10%), και Ευρωπαίους (περ. 5%), όπου στο σύνολο αριθμούσαν περίπου 50.000 κατοίκους. Λόγω της σύνθετης και εύθραυστης πολιτικής κατάστασης, στην περιοχή άνθησαν οι προπαγανδιστικές κινήσεις, όπως η ρουμάνικη, η οποία αποσκοπούσε στην αφαίμαξη του πολυπληθούς βλαχόφωνου ελληνισμού, προφασιζόμενη τη γλωσσική ομοιότητα. Το τέλος του 19ου και οι αρχές του 20ου αιώνα αποτελούν την περίοδο της ακμής της πόλης από οικονομικής και πολιτισμικής άποψης. Με σημείο τομή τη σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου το 1883, το εμπόριο και η μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών γνωρίζουν πρωτοφανή άνθιση. Ως συνέχεια της οικονομικής ευημερίας εμφανίζεται η μέριμνα, ιδίως της ελληνικής κοινότητας, για την εκπαίδευση, με δεδομένη την ακτινοβολία της έξω από τα όρια της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, η άνθιση της μουσικής, της ποίησης, της φωτογραφίας, της αρχιτεκτονικής αλλά και η κοινωνική οργάνωση σε πολιτιστικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους και φορείς, δείχνουν το πνευματικό επίπεδο των Μοναστηριωτών, αποτέλεσμα της εμπορικής δραστηριότητάς τους στην Κεντροανατολική Ευρώπη.Η πυρκαγιά που ξεσπάει στην περιοχή της αγοράς το 1863, αποτελεί σημείο αναφοράς για την πολεοδομική εξέλιξη του Μοναστηρίου, καθώς και για τη μέριμνα των αρχών για τον χώρο της πόλης. Το νέο τμήμα ανοικοδομείται με ρυμοτομημένα ορθογώνια οικόπεδα, ενώ τις επόμενες δεκαετίες πραγματοποιείται μία σειρά από εξυγιαντικά έργα, όπως τα ικριώματα του ποταμού Υδραγόρα κ.α. Ο κεντρικός δρόμος Χαμιδιέ συγκεντρώνει την κύρια εμπορική δραστηριότητα, οι παραποτάμιοι άξονες τη διοίκηση, ενώ οι επιμέρους συνοικίες, αν και δεν εμφανίζουν σαφή οριοθέτηση, παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια πρωτίστως στη θρησκευτική και δευτερευόντως στην εθνοτική ταυτότητα των πολιτών. Στα βόρεια διαμένουν οι Τούρκοι, στα βορειοανατολικά οι Εβραίοι, ενώ στα νότια οι Χριστιανοί, με τους Έλληνες να χωροθετούνται νοτιοδυτικά, στην ελληνοβλαχική συνοικία, η οποία συγκεντρώνει και τον μεγαλύτερο αριθμό αξιόλογων κτιρίων. Κατά την εξέταση των 245 κτιρίων (εκ των οποίων σώζονται τα 235) γίνεται φανερή η κυριαρχία του τύπου της κάτοψης με τον κεντρικό άξονα συμμετρίας – σάλα, εκατέρωθεν του οποίου τοποθετούνται οι κύριοι χώροι χρήσης. Λιγότερο διαδεδομένος στις κατοικίες είναι ο τύπος του τετράχωρου, ενώ ο τύπος με τον πλευρικό άξονα συμμετρίας συναντάται κυρίως σε κτίρια όπου στο ισόγειο υπάρχει κατάστημα. Η παρουσία μίας ποικιλίας αισθητικών επιλογών σε σχέση με τις νεωτερικές αντιλήψεις που επικρατούν στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα, τον αιώνα του ιστορισμού και των αναβιώσεων των στυλ, επιτρέπει μία πειραματική επιστημονική κατάταξη, της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Με κυρίαρχη την τάση του κλασικισμού στην αρχιτεκτονική έκφραση της αρχιτεκτονικής της πόλης, διακρίνονται τρεις ενότητες: α. κτίρια στο μεταίχμιο της παραδοσιακής αρχιτεκτονική και του κλασικισμού, β. κτίρια με αναβιώσεις ιστορικών στυλ και γ. κτίρια εκλεκτικισμού. Ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της εν λόγω αρχιτεκτονικής και την παραγωγή των επιμέρους στοιχείων (αετώματα, γείσα, μπαλαούστρες, γεισίποδες, φουρούσια κ.α.) διετέλεσε η κατασκευαστική τεχνολογία και η ευρεία διάδοση των νέων υλικών και κυρίως του οπτόπλινθου και του χυτοσίδηρου.Ο συσχετισμός των χρήσεων με τη ρυθμολογική διερεύνηση των κτιρίων δίνει μία πρώτη ερμηνεία της επιλογής της κάτοψης και των μορφολογικών στοιχείων. Ωστόσο, πληρέστερη κατανόηση των αρχιτεκτονικών επιλογών επέρχεται μέσω της κοινωνικής διερεύνησης των ιδιοκτητών και των φορέων. Από αυτή την έρευνα προκύπτει η υπεροχή της ελληνικής κοινότητας, είτε αυτή εκφράστηκε με την ανοικοδόμηση κοινοτικών κτιρίων (σχολεία, νοσοκομεία) είτε με τις ιδιωτικές κατοικίες. Αναδεικνύεται η ανάδυση μίας αστικής τάξης, ως φορέας των εκσυγχρονιστικών τάσεων και της νεωτερικής αρχιτεκτονικής, η οποία δημιούργησε τη μεγάλη παράδοση του Μοναστηρίου.
 
Προβολή αρχείου: ''[https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/36016 Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 –1912), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 2014.]''  
 
[[Κατηγορία:Ηλεκτρονικά_Βιβλία]]
[[Κατηγορία:Πηγές]]
[[Κατηγορία:Πηγές]]
Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 – 1912)
 
{{DISPLAYTITLE:Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 –1912), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 2014 }}
{{DEFAULTSORT:Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 –1912), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 2014 }}

Τελευταία αναθεώρηση της 07:46, 27 Ιουνίου 2024

Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 –1912), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 2014 (ΗΒ021)


Το Μοναστήρι (ή Βιτώλια) και η ευρύτερη περιοχή του διετέλεσαν ήδη από την αρχαιότητα (ως Ηράκλεια) σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Μακεδονίας, λόγω της καίριας γεωστρατηγικής της θέσης. Κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας η πόλη του Μοναστηρίου εξελίχθηκε σε μείζον διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των δυτικών συνόρων, με αποτέλεσμα την πληθυσμιακή αύξηση και την οικονομική ενδυνάμωση. Από τις περιγραφές των Ευρωπαίων περιηγητών, αντιλαμβανόμαστε μία ειδυλλιακή πόλη, πολιτισμικά ενδιαφέρουσα με ιδιαίτερα αξιοσημείωτη αγορά. Περίοδος τομή αποτελεί το τέλος του 18ου αιώνα, οπότε συρρέουν στην πόλη εκδιωχθέντες βλαχόφωνοι Έλληνες από τις επιδρομές των Τουρκαλβανών στην περιοχή της Μοσχόπολης. Ο γενικότερος αναβρασμός του 19ου αιώνα και η διαμάχη για την κατάκτηση εδαφών της διαφαινόμενης πτώσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα εμφανίσει το πλέον σκληρό του πρόσωπο στη Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα στην περιοχή του Μοναστηρίου. Στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα θα κορυφωθεί η ένοπλη και η διπλωματική διαμάχη, κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, με κύριες εκφάνσεις τον ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα (1904–1908) από τη μία και την επανάσταση του Ίλιντεν (1903) από την άλλη. Αποτέλεσμα αυτής της εθνοτικής συνύπαρξης στο Μοναστήρι, που συναντάται και σε άλλα αστικά κέντρα της Μακεδονίας στην περίοδο της οθωμανοκρατίας, ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα να αποτελείται από Τούρκους και Τουρκαλβανούς (περίπου 40-45%), Έλληνες (περ. 25-30%: ελληνόφωνους, βλαχόφωνους, αλβανόφωνους και σλαβόφωνους), Βούλγαρους ή Σλάβους (περίπου 15%), Εβραίους (περ. 10%), και Ευρωπαίους (περ. 5%), όπου στο σύνολο αριθμούσαν περίπου 50.000 κατοίκους. Λόγω της σύνθετης και εύθραυστης πολιτικής κατάστασης, στην περιοχή άνθησαν οι προπαγανδιστικές κινήσεις, όπως η ρουμάνικη, η οποία αποσκοπούσε στην αφαίμαξη του πολυπληθούς βλαχόφωνου ελληνισμού, προφασιζόμενη τη γλωσσική ομοιότητα. Το τέλος του 19ου και οι αρχές του 20ου αιώνα αποτελούν την περίοδο της ακμής της πόλης από οικονομικής και πολιτισμικής άποψης. Με σημείο τομή τη σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου το 1883, το εμπόριο και η μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών γνωρίζουν πρωτοφανή άνθιση. Ως συνέχεια της οικονομικής ευημερίας εμφανίζεται η μέριμνα, ιδίως της ελληνικής κοινότητας, για την εκπαίδευση, με δεδομένη την ακτινοβολία της έξω από τα όρια της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, η άνθιση της μουσικής, της ποίησης, της φωτογραφίας, της αρχιτεκτονικής αλλά και η κοινωνική οργάνωση σε πολιτιστικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους και φορείς, δείχνουν το πνευματικό επίπεδο των Μοναστηριωτών, αποτέλεσμα της εμπορικής δραστηριότητάς τους στην Κεντροανατολική Ευρώπη.Η πυρκαγιά που ξεσπάει στην περιοχή της αγοράς το 1863, αποτελεί σημείο αναφοράς για την πολεοδομική εξέλιξη του Μοναστηρίου, καθώς και για τη μέριμνα των αρχών για τον χώρο της πόλης. Το νέο τμήμα ανοικοδομείται με ρυμοτομημένα ορθογώνια οικόπεδα, ενώ τις επόμενες δεκαετίες πραγματοποιείται μία σειρά από εξυγιαντικά έργα, όπως τα ικριώματα του ποταμού Υδραγόρα κ.α. Ο κεντρικός δρόμος Χαμιδιέ συγκεντρώνει την κύρια εμπορική δραστηριότητα, οι παραποτάμιοι άξονες τη διοίκηση, ενώ οι επιμέρους συνοικίες, αν και δεν εμφανίζουν σαφή οριοθέτηση, παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια πρωτίστως στη θρησκευτική και δευτερευόντως στην εθνοτική ταυτότητα των πολιτών. Στα βόρεια διαμένουν οι Τούρκοι, στα βορειοανατολικά οι Εβραίοι, ενώ στα νότια οι Χριστιανοί, με τους Έλληνες να χωροθετούνται νοτιοδυτικά, στην ελληνοβλαχική συνοικία, η οποία συγκεντρώνει και τον μεγαλύτερο αριθμό αξιόλογων κτιρίων. Κατά την εξέταση των 245 κτιρίων (εκ των οποίων σώζονται τα 235) γίνεται φανερή η κυριαρχία του τύπου της κάτοψης με τον κεντρικό άξονα συμμετρίας – σάλα, εκατέρωθεν του οποίου τοποθετούνται οι κύριοι χώροι χρήσης. Λιγότερο διαδεδομένος στις κατοικίες είναι ο τύπος του τετράχωρου, ενώ ο τύπος με τον πλευρικό άξονα συμμετρίας συναντάται κυρίως σε κτίρια όπου στο ισόγειο υπάρχει κατάστημα. Η παρουσία μίας ποικιλίας αισθητικών επιλογών σε σχέση με τις νεωτερικές αντιλήψεις που επικρατούν στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα, τον αιώνα του ιστορισμού και των αναβιώσεων των στυλ, επιτρέπει μία πειραματική επιστημονική κατάταξη, της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Με κυρίαρχη την τάση του κλασικισμού στην αρχιτεκτονική έκφραση της αρχιτεκτονικής της πόλης, διακρίνονται τρεις ενότητες: α. κτίρια στο μεταίχμιο της παραδοσιακής αρχιτεκτονική και του κλασικισμού, β. κτίρια με αναβιώσεις ιστορικών στυλ και γ. κτίρια εκλεκτικισμού. Ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της εν λόγω αρχιτεκτονικής και την παραγωγή των επιμέρους στοιχείων (αετώματα, γείσα, μπαλαούστρες, γεισίποδες, φουρούσια κ.α.) διετέλεσε η κατασκευαστική τεχνολογία και η ευρεία διάδοση των νέων υλικών και κυρίως του οπτόπλινθου και του χυτοσίδηρου.Ο συσχετισμός των χρήσεων με τη ρυθμολογική διερεύνηση των κτιρίων δίνει μία πρώτη ερμηνεία της επιλογής της κάτοψης και των μορφολογικών στοιχείων. Ωστόσο, πληρέστερη κατανόηση των αρχιτεκτονικών επιλογών επέρχεται μέσω της κοινωνικής διερεύνησης των ιδιοκτητών και των φορέων. Από αυτή την έρευνα προκύπτει η υπεροχή της ελληνικής κοινότητας, είτε αυτή εκφράστηκε με την ανοικοδόμηση κοινοτικών κτιρίων (σχολεία, νοσοκομεία) είτε με τις ιδιωτικές κατοικίες. Αναδεικνύεται η ανάδυση μίας αστικής τάξης, ως φορέας των εκσυγχρονιστικών τάσεων και της νεωτερικής αρχιτεκτονικής, η οποία δημιούργησε τη μεγάλη παράδοση του Μοναστηρίου.

Προβολή αρχείου: Κωτσόπουλος Σοφοκλής, Η αρχιτεκτονική του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Εθνοτική συνύπαρξη και αστικοί μετασχηματισμοί (1863 –1912), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 2014.