Μόδη Γεωργίου Χρ., Αναμνήσεις, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1950
Βιβλίο:Β016
Οι "Αναμνήσεις" του Γ. Μόδη παρέμεναν κλεισμένες στη βιβλιοθήκη του δωματίου του, στο πατρικό μου σπίτι, κοντά 30 χρόνια. Κι όσο τα χειρόγραφα περίμεναν υπομονετικά τη μέρα που θα έβγαιναν στο φως, τόσο η αίσθηση του χρέους μέσα μου μεγάλωνε. Χρέος σε αυτόν που γνώρισα ως παππού και θείο, αναπόσπαστο μέλος της πατρικής μου οικογένειας. Έναν γλυκό, δραστήριο πάντα, αιώνιο έφηβο, που όσο δεν ήθελε να τον κερδίζω στο τάβλι -αυτόν τον δάσκαλό μου- άλλο τόσο δε δέχονταν να τον αποκαλούμε παππού και ήταν πάντα για μας "ο θείος"...
«Ένας ζωηρός μαχητής υπήρξε σε όλη του τη ζωή, είτε ως αντάρτης στα κακοτράχαλα μακεδονικά βουνά, είτε ως πολιτικός με προσωπικό θάρρος στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με την πένα του, το πάθος του για την αναγνώριση του Μακεδονικού Αγώνα και των ταπεινών μαχητών του από εμάς τους νεότερους. Μέσα από βιβλία, άρθρα, ομιλίες, στήσιμο προτομών και ανδριάντων για τους άγνωστους Μακεδονομάχους, σε μια συνεχή προσπάθεια για τη διάσωση και ανάδειξη της μνήμης και των αγώνων τους για την Ελληνική Ιδέα» (Μυρτώ Πυροβέτση)
«Οι "Αναμνήσεις" του Μόδη αποτελούν μια λιτή αλλά ζωηρή αφήγηση των πολιτικών, στρατιωτικών και κοινωνικών εξελίξεων στο χώρο της μείζονος Μακεδονίας, από τη γέννησή του, το 1887, έως σχεδόν το θάνατό του, το 1975. Ξεκινούν από τα "χρόνια της αθωότητας", την παιδική του ηλικία στους μαχαλάδες του Μοναστηρίου όπου ο Μακεδόνας ευπατρίδης βίωσε την πολιτισμική συνύπαρξη των διαφορετικών εθνοτήτων, τα κοινά στοιχεία καθώς και τις αγεφύρωτες αντιθέσεις τους. Επεκτείνονται στα "ηρωικά" χρόνια, όταν αντάρτης στο Μορίχοβο στρατεύθηκε στην εθνική υπόθεση πληρώνοντας μάλιστα το νεανικό του θάρρος με έναν τραυματισμό στο πόδι. Ακολούθησε, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η "περιπλάνησή" του ως διοικητικού υπαλλήλου σε διάφορες επαρχίες κυρίως της Μακεδονίας και της Ηπείρου, ενώ ο Μεσοπόλεμος τον βρήκε να υπερασπίζεται με απαράμιλλο σθένος τις ιδέες του από το έδρανο του βουλευτή των Φιλελευθέρων»
(Ιάκωβος Μιχαηλίδης, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)