Μηνόπουλος Θεόκλητος

Από Μακεδονομάχοι
Αναθεώρηση ως προς 09:57, 18 Ιουλίου 2024 από τον Evaglap (συζήτηση | συνεισφορές) ('''Μηνόπουλος Θεόκλητος''' (01 Οκτωβρίου 1848 - 19 Δεκεμβρίου 1931) Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η ιδιότητά του στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν Πρόεδρος Επίκουρος Μακεδόνων Επιτροπής Αθηνών.)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

Θεόκλητος Μηνόπουλος
Θεόκλητος Μηνόπουλος
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος Μηνόπουλος.jpg
α/α105483
ΕπώνυμοΜηνόπουλος
ΌνομαΘεόκλητος
Τόπος καταγωγήςΣούλι
Νομός καταγωγήςΙωαννίνων
Ημερομηνία γέννησεως01 Οκτωβρίου 1848
Ημερομηνία θανάτου19 Δεκεμβρίου 1931
Εκκλησιαστικό ΑξίωμαΑρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος
Εκκλησιαστική ΠεριφέρειαΙερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και πάσης Ελλάδος
Ιδιότητα ΜακεδονομάχουΠρόεδρος Επίκουρος Μακεδόνων Επιτροπής Αθηνών


Μηνόπουλος Θεόκλητος (01 Οκτωβρίου 1848 - 19 Δεκεμβρίου 1931) Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Η ιδιότητά του στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν Πρόεδρος Επίκουρος Μακεδόνων Επιτροπής Αθηνών.

Βιογραφικό

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος (κατά κόσμον Θεόδωρος Χρόνη Μηνόπουλος) γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1848 στην Τρίπολη από οικογένεια που καταγόταν από το Σούλι της Ηπείρου.

Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά το πέρας των σπουδών του διορίστηκε διευθυντής της Ιερατικής Σχολής Τρίπολης. Από εκεί μετέβη για μικρό χρονικό διάστημα στη Γερμανία για ευρύτερες σπουδές.

Στις 4 Δεκεμβρίου 1892, ο Θεόκλητος εξελέγη Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης και ανέλαβε τη διοίκηση της επαρχίας, η οποία βρίσκονταν σε άθλια πνευματική κατάσταση, λόγω της μακρόχρονης χηρείας της θέσεως του Μητροπολίτη. Στα δέκα χρόνια που υπηρέτησε στη Μητρόπολη παρουσίασε αξιόλογο έργο. Εγκαινίασε τον καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου την 26η Νοεμβρίου 1893, καθώς και της Αγίας Βαρβάρας.

Αναζωπύρωσε τη λησμονημένη μνήμη του πολιούχου της Λακεδαίμονος Οσίου Νίκωνος του «Μετανοείτε». Με ενέργειές του ιδρύθηκε προσωρινός ναός του Οσίου Νίκωνος, ανάμεσα στα 1897-1901, και από τότε καθιερώθηκε πανηγυρικός εορτασμός της μνήμης του Οσίου Νίκωνος με λιτανεία της εικόνας και με νόμο η ημέρα είναι αργία στην πόλη. Ίδρυσε τον Ιερατικό Σύνδεσμο, ειδική σχολή Εξομολόγων Ιερέων, τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία με την επωνυμία «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Δραγάτης» στον Άγιο Δημήτριο Μυστρά, έργο της οποίας υπήρξε το Βυζαντινό Μουσείο Μυστρά, φιλόπτωχο Εταιρεία υπό την επωνυμία «Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε», καθώς και Επαγγελματική σχολή.

Στις 4 Νοεμβρίου 1902, έπειτα από την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Προκοπίου Β΄ λόγω των «Ευαγγελιακών», εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και αντικατέστησε τον Τοποτηρητή του Μητροπολιτικού Θρόνου των Αθηνών, τον Μεθόδιο, Πανιερώτατο Αρχιεπίσκοπο Σύρου και Τήνου. Ο Θεόκλητος δια του από 14 Ιουλίου 1903 εγγράφου της Ιεράς Συνόδου αναγνώρισε την ανάγκη της εφαρμογής του Γρηγοριανού Ημερολογίου και της μεταρρυθμίσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου, όμως έθεσε ως αναγκαία προϋπόθεση την ομόφωνη απόφαση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής, προς αποφυγή «...της διαταράξεως των θρησκευτικών συνειδήσεων των απλουστέρων, των μη δυναμένων διακρίναι τα δόγματα και τα λειτουργικά ζητήματα από των αστρονομικών ζητημάτων», αν και το Γρηγοριανό Ημερολόγιο παραβίαζε την κανονική εκκλησιαστική τάξη.

Ο Θεόκλητος υπήρξε μέλος της «Εθνικής Εταιρείας» και Πρόεδρος της Επίκουρου Μακεδόνων Επιτροπής Αθηνών.

Στις 11 Δεκεμβρίου 1916 η Επιτροπή Επιστράτων, με επικεφαλής τον Πρόεδρο των Προέδρων Συντεχνιών Ιγγλέση, παρουσιάστηκε στον Θεόκλητο και τον πληροφόρησε ότι την επόμενη μέρα θα συγκεντρωθεί ο λαός στο πεδίο του Άρεως για να ρίξει λίθο Αναθέματος κατά του Βενιζέλου και απαίτησε να παρεβρεθεί στην τελετή. Ο Θεόκλητος εξήγησε ότι σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας δεν επιτρεπόταν προσωπικός αφορισμός εναντίον λαϊκών, παρά μόνο μετά από κυβερνητική έγκριση. Στην έκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου τέθηκε θέμα αναρμοδιότητός της να συμμετάσχει, καθώς το ζήτημα αφορούσε μόνο στην Μητρόπολη Αθηνών και παράλληλα αποφασίστηκε να επιδοκιμαστεί απλώς η συμμετοχή του κλήρου στο Ανάθεμα.

Την ίδια ημέρα ο Πρωθυπουργός Σπυρίδων Λάμπρος κάλεσε τον Θεόκλητο και του εξέφρασε την επιθυμία του περί αποχής του κλήρου από το Ανάθεμα, ενώ την ίδια εντολή διαβίβασε στον Μητροπολίτη Αθηνών και ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Μενέλαος Σουλτάνης. Με τη σειρά του ο Θεόκλητος απέστειλε επιστολή στον Λάμπρο, ενημερώνοντάς τον ότι δεν θα μετέβαινε ούτε ο ίδιος, ούτε ο κλήρος της Αθήνας στο Ανάθεμα, για να διευκολύνει τις κυβερνητικές συνεννοήσεις με την Αντάντ. Ζητούσε όμως μέτρα προστασίας της Μητροπόλεως, της Συνόδου και των ιερέων καθώς φοβόταν ότι οι διαδηλωτές ενδεχομένως να εκλάμβαναν την αποχή τους από το Ανάθεμα ως ένδειξη ανοχής απέναντι στην κυβέρνηση του Βενιζέλου.

Ταυτόχρονα, ο Θεόκλητος ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Επιτροπής Επιστράτων για τις κυβερνητικές αποφάσεις και την αποχή της εκκλησίας. Ο Σπυρίδων Λάμπρος, φοβούμενος το πολιτικό κόστος της αποφάσεως για την αποχή της Εκκλησίας, διαμήνυσε ότι δίνει την συγκατάθεσή του και διάθεσε δυνάμεις για την φύλαξη της Μητροπόλεως. Στις 12 Δεκεμβρίου 1916, τα μέλη της Συνόδου και αρχιερείς που βρίσκονταν στην Αθήνα, κληρικοί, υπάλληλοι της Συνόδου και μέλη του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου ήταν παρόντες στην περιοχή του Πολυγώνου, εκεί όπου κτίσθηκε αργότερα ο ναός του Αγίου Ελευθερίου Γκύζη, όταν ρίχτηκαν συμβολικά λίθοι από το συγκεντρωμένο πλήθος και εκφωνήθηκε το Ανάθεμα «Ελευθερίω Βενιζέλω επιβουλευθέντι την βασιλείαν και την Πατρίδα και καταδιώξαντι και φυλακίσαντι Αρχιερείς, ανάθεμα έστω» κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Όταν με την βοήθεια της Αντάντ επικράτησε ο Βενιζέλος και εκθρονίστηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο Θεόκλητος διώχθηκε βιαίως από την Μητρόπολη Αθηνών και εκτοπίστηκε στην Αίγινα χωρίς δικαστική απόφαση. Μετά τη δίκη στο Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο και την καθαίρεση από το αξίωμά του, κλείστηκε αρχικά σε σκοτεινό και υγρό κελί στις φυλακές Συγγρού και κατόπιν, αντί να μεταφερθεί στη Μονή Κορώνης, όπως είχε αποφασίσει το δικαστήριο, εξορίστηκε στη Μονή «Πρέβελη» της Κρήτης, όπου κρατήθηκε αυθαίρετα και μετά τη συμπλήρωση του διετούς περιορισμού. Ύστερα μεταφέρθηκε και τέθηκε υπό περιορισμό στη Μονή Γοργοεπηκόου της Αρκαδίας χωρίς δικαστική απόφαση. Στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Θεόκλητο διαδέχθηκε ο εκλεκτός του Βενιζέλου, ο Μελέτιος Μεταξάκης.

Το 1920, με τη μεταβολή της πολιτικής κατάστασης, επανήλθε στη θέση του με απλό Β.Δ. της 16ης Νοεμβρίου 1920, χωρίς νέα δικαστική απόφαση. Το 1922 με την επικράτηση της επανάστασης Γονατά -Πλαστήρα, η οποία απομάκρυνε από τον θρόνο τον Κωνσταντίνο, απομακρύνθηκε και καθηρέθη και ο Θεόκλητος. Στις 30 Δεκεμβρίου 1922 συνήλθε η Μείζων Σύνοδος (από 18 αρχιερείς) που αναθεώρησε τις αποφάσεις του Ειδικού Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και αποκατέστησε στις έδρες τους όλους του καταδικασθέντες Μητροπολίτες. Ο Θεόκλητος αποκαταστάθηκε στο αξίωμα αλλά όχι στην έδρα του.

Έκτοτε ο Θεόκλητος, ο οποίος αποδέχθηκε την απόφαση αυτή, απεσύρθη στη Μονή Ασωμάτων Πετράκη, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, στις 19 Δεκεμβρίου 1931.

Φωτογραφίες

Βιβλιογραφία

  • (Β106) Ατέση Βασιλείου Γ. Μητροπολίτου πρώην Λήμνου, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, Τόμος Α΄, Εν Αθήναις 1948, σελ. 225.
  • (Β107) Ατέση Βασιλείου Γ. Μητροπολίτου πρώην Λήμνου, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, Τόμος Β΄, Εν Αθήναις 1948, σελ. 17, 20.
  • (Β011) Κωστόπουλου Αριστοτέλη Χρ. και Κωτουλοπούλου – Κωστοπούλου Βασιλικής, Ο Μακεδονικός Αγώνας (Ιστορικό Ανθολόγιο), Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1991.
  • (ΗΒ038) Βήττου Χρήστου Δημ, Ο Εθνικός Διχασμός και η Γαλλική Κατοχή, Εκδόσεις Όλυμπος, Θεσσαλονίκη 2008.
  • (ΗΒ061) Τσιρώνη Θεοδοσίου, Ο πολιτικός λόγος και ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος (1912-1940), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 49 – 50.

Πηγές



Κάθε αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου θα πρέπει να αναφέρει ως πηγή της αναδημοσίευσης, την ιστοσελίδα «Μακεδονομάχοι», καθώς επίσης και την αρθρογράφο - συγγραφέα του άρθρου, Ευαγγελία Κ. Λάππα.