Κωνσταντινίδης Αγαθάγγελος

Από Μακεδονομάχοι
Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης
Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης
Μητροπολίτης Γρεβενών Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης.jpg
α/α102165
ΕπώνυμοΚωνσταντινίδης
ΌνομαΑγαθάγγελος
Τόπος καταγωγήςΜαγνησία
Περιοχή καταγωγήςΜικρά Ασία
Ημερομηνία γέννησεως1864
Τόπος θανάτουΧαλκηδών Κωνσταντινουπόλεως
Ημερομηνία θανάτου16 Αυγούστου 1935
Εκκλησιαστικό ΑξίωμαΜητροπολίτης Γρεβενών
Εκκλησιαστική ΠεριφέρειαΙερά Μητρόπολις Γρεβενών
Ιδιότητα ΜακεδονομάχουΠράκτορας Α΄ Τάξεως


Κωνσταντινίδης Αγαθάγγελος (1864 - 16 Αυγούστου 1935) Διετέλεσε Μητροπολίτης Γρεβενών. Η ιδιότητά του στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν Πράκτορας Α΄ Τάξεως.

Βιογραφικό

Ο Μητροπολίτης Γρεβενών Αγαθάγγελος (κατά κόσμον Στυλιανός Κωνσταντινίδης) γεννήθηκε το 1864 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου και της Μαργαρίτας Κωνσταντινίδη.

Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Χάλκης το 1886. Από το 1892 έως το 1896 σπούδασε με υποτροφία στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Παρισιού και στη συνέχεια μετέβη στο Λονδίνο για εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Από το Λονδίνο προσκλήθηκε τον Οκτώβριο του 1896, για να αναλάβει καθηγητής των Νομικών στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την εκλογή του ως Μητροπολίτης Γρεβενών τον Οκτώβριο του 1901.

Ως Μητροπολίτης Γρεβενών, ο Αγαθάγγελος με αυταπάρνηση και έντονα πατριωτικά αισθήματα αγωνίστηκε για την εξουδετέρωση της ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή και συνεργαζόταν με ελληνικά ανταρτικά σώματα. Γι’ αυτόν τον λόγο είχε γίνει ο στόχος των ρουμανιζόντων και της τουρκικής κυβέρνησης. Το 1904, οι ρουμανίζοντες, για να δημιουργήσουν ρήγμα στις σχέσεις του Μητροπολίτη Αγαθαγγέλου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διέδωσαν ψευδώς ότι δήθεν ευρισκόμενος ο Μητροπολίτης στην Αβδέλλα επέτρεψε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας να διαβαστεί το Ευαγγέλιο στα ρουμάνικα. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Μητροπολίτη να διαψεύσει τις φήμες αυτές, αποστέλλοντας επιστολή στον Πατριάρχη, στην οποία του εξηγούσε τους λόγους που ώθησαν τους ρουμανίζοντες να τον κατηγορήσουν.

Το 1907 κατηγορήθηκε από τους ρουμανίζοντες για συνεργασία με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα. Γι’ αυτό στις αρχές Νοεμβρίου του 1905 ανεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη, για να δικαστεί από την Ιερά Σύνοδο για τις κατηγορίες που του είχαν προσάψει οι Τούρκοι. Η Ιερά Σύνοδος τον αθώωσε, αλλά οι Τούρκοι αρνήθηκαν την επάνοδο στην έδρα του, γιατί τον θεωρούσαν επικίνδυνο για την ησυχία του τόπου. Τον Σεπτέμβριο του 1908, μετά την αμνηστία που έδωσαν οι Νεότουρκοι τον Ιούλιο του ίδιου έτους, επέστρεψε στα Γρεβενά. Μετά από ένα δίμηνο, όμως, κατηγορήθηκε και πάλι και ανεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη.

Τον Σεπτέμβριο του 1909 επέστρεψε για δεύτερη φορά στα Γρεβενά, αλλά του απαγορεύτηκε η περιοδεία του στα χωριά τον Ιανουάριο του 1910. Η απαγόρευση αυτή ακυρώθηκε μετά από ένα, μήνα κατόπιν διαταγής του Βαλή Μοναστηρίου, ύστερα από συνάντηση που είχε μαζί του ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος. Το Πατριαρχείο, όμως, για να τερματίσει την υποτροπιάζουσα εχθρική στάση των τουρκικών αρχών, μετέθεσε τον Αγαθάγγελο στη Μητρόπολη Δράμας τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου.

Εκεί ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος συνέχισε τον αγώνα μέχρι την απελευθέρωση της Δράμας το 1913.

Τον Αύγουστο του 1916, κατά την εισβολή των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία, ο Αγαθάγγελος, ευρισκόμενος στην Αθήνα, έσπευσε να επιστρέψει στην έδρα του, για να συμπαρασταθεί στο ποίμνιό του. Διερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη συνελήφθη από τους οπαδούς του βενιζελικού κινήματος «Εθνικής Αμύνης», λόγω των φιλοβασιλικών του αισθημάτων και, αφού διαπομπεύτηκε, κλείστηκε στις φυλακές, χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία. Ο ίδιος δεν έπαψε να διαμαρτύρεται και να ζητεί να γίνει άρση της απαγόρευσης, αφενός γιατί δεν υπήρχε εις βάρος του γραπτό κατηγορητήριο και αφετέρου γιατί είχε πληροφορίες ότι οι Βούλγαροι προέβαιναν σε αλλεπάλληλες θηριωδίες σε πόλεις και χωριά της επαρχίας του, χωρίς να υπάρχει κάποιος για την προστασία τους. Στις συνεχείς εκκλήσεις του ουδεμία υπήρξε ανταπόκριση από την Κυβέρνηση Βενιζέλου.

Όταν τον Ιούνιο του 1919 ο Αγαθάγγελος αποφυλακίστηκε και αφέθηκε ελεύθερος, του απαγόρευσαν να επανέλθει στην έδρα του και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Επέστρεψε στη Μητρόπολη Δράμας μετά την ήττα των βενιζελικών στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920.

Έκτοτε διατέλεσε διαδοχικά Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας (1922-1924), Πριγκιποννήσων (1924-1927) και Χαλκηδόνος (1927-1932). Τον Ιούνιο του 1932 υπέβαλε παραίτηση για λόγους υγείας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο τού απένειμε τιμητικά τον τίτλο του Μητροπολίτη Εφέσου.

Απεβίωσε στις 16 Αυγούστου 1935 στη Χάλκη, όπου και ενταφιάστηκε.

Φωτογραφίες

Βιβλιογραφία

  • (Β021) Παπαδημητρίου Ρούλας Μιχ, Η Εκκλησία στο Μακεδονικό Αγώνα, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1991.
  • (ΗΒ038) Βήττου Χρήστου Δημ, Ο Εθνικός Διχασμός και η Γαλλική Κατοχή, Εκδόσεις Όλυμπος, Θεσσαλονίκη 2008.

Πηγές



Κάθε αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου θα πρέπει να αναφέρει ως πηγή της αναδημοσίευσης, την ιστοσελίδα «Μακεδονομάχοι», καθώς επίσης και την αρθρογράφο - συγγραφέα του άρθρου, Ευαγγελία Κ. Λάππα.